- φιννοουγγρικός
- -ή, -ό, Νφρ. «φιννοουγγρικές γλώσσες»γλωσσ. κλάδος τής οικογένειας τών ουραλικών γλωσσών στον οποίο ανήκουν κυρίως η Ουγγρική και η Φινλανδική.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. finno-ugric (languages)].
Dictionary of Greek. 2013.